- γαλαρίας
- γαλαρίᾱς , γαλαρίαςmasc acc plγαλαρίᾱς , γαλαρίαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλαρίας — γαλαρίας, ο (Α) το ψάρι ονίσκος*, μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλλαρίας*] … Dictionary of Greek
γαλαρία — γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc nom/voc/acc dual γαλαρίας masc voc sg γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc voc sg (attic) γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc gen sg (doric aeolic) γαλαρίας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρίαν — γαλαρίᾱν , γαλαρίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) γαλαρίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)